- πρόσφυσις
- πρόσφυσιςgrowing tofem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφύσει — πρόσφυσις growing to fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσφύσεϊ , πρόσφυσις growing to fem dat sg (epic) πρόσφυσις growing to fem dat sg (attic ionic) προσφύ̱σει , προσφύω cause to grow to aor subj act 3rd sg (epic) προσφύ̱σει , προσφύω cause to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσεις — πρόσφυσις growing to fem nom/voc pl (attic epic) πρόσφυσις growing to fem nom/acc pl (attic) προσφύ̱σεις , προσφύω cause to grow to aor subj act 2nd sg (epic) προσφύ̱σεις , προσφύω cause to grow to fut ind act 2nd sg προσφυσάω blow upon imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσεσι — πρόσφυσις growing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσεσιν — πρόσφυσις growing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσιος — πρόσφυσις growing to fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφυσιν — πρόσφυσις growing to fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσφυση — η /πρόσφυσις, ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ύσιος, Α [προσφύω] συνένωση, προσκόλληση νεοελλ. τεχνολ. 1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους 2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να… … Dictionary of Greek
ԵԼՈՒՍՏ — (ելստեան.) NBH 1 0650 Chronological Sequence: 6c, 8c, 13c գ. ἕξοδος, διέξοδος, ἁνάβασις exitus, ascensus եւն. Ելումն՝ ո՛ր եւ է օրինակաւ. *Դիւրութիւն իմն ելըստեան շնչոյն: Առ լաւն եւ առ վեհն անդրէն ելուստ. Նիւս. կազմ.: *Յարեսցի ի կառսն յերկինս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
προσφύσεων — προσφύσεω̆ν , πρόσφυσις growing to fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύσεως — προσφύσεω̆ς , πρόσφυσις growing to fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)